στηθοειδής

στηθοειδής
στηθο-ειδής, ές,
A rounded like the breast,

μαχαιρίς Hp.Morb.2.47

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • στηθοειδής — ές, Α αυτός που είναι στρογγυλός σαν το στήθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στῆθος + είδης*] …   Dictionary of Greek

  • στηθοειδεῖ — στηθοειδής rounded like the breast masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) στηθοειδής rounded like the breast masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στήθος — το, ΝΜΑ, και στήθι και αστήθι Ν, και στᾱθος Α 1. το πρόσθιο τμήμα τού θώρακα τού ανθρώπου και τών ζώων (α. «τραβούν γυναίκες τα μαλλιά, δέρνουν τ άσπρα τους στήθια», δημ. τραγούδι β. «κατὰ τὸ στῆθος ὁμοίως ἁπάντων τῶν ζώων», Αριστοτ.) 2. στον… …   Dictionary of Greek

  • στηθοειδέι — στηθοειδέϊ , στηθοειδής rounded like the breast dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”